άγεννος

άγεννος
-η, -ο
εκείνος που δε γέννησε ακόμη: Είχε και μια γίδα άγεννη.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • άγεννος — η ο [γεννώ] 1. (συνήθως στο θηλ.) η άγεννη αυτή που δεν γέννησε ακόμα 2. αυτός που δεν γεννήθηκε ακόμα, αγέννητος …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”